αγριόθωρος

αγριόθωρος
-η, -ο (MN)
1. αγριοθώρητος*
αυτός που κοιτάζει κάποιον με βλοσυρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγριος + θωριά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγριόθωρος — η, ο αυτός που έχει άγρια θωριά, όψη: Μόλο που έδειχνε αγριόθωρος, είχε στο βάθος καλή καρδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”